- υμενώδης, -ης, -ες
- γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ.-η, που μοιάζει με υμένα: Υμενώδη φτερά εντόμων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑμενώδης — full of membranous substances masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμενώδης — ες / ὑμενώδης, ῶδες, ΝΑ [ὑμήν, ένος] αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδής («υμενώδης λαβύρινθος τού έσω ωτός») αρχ. (για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες … Dictionary of Greek
ὑμενωδέστερον — ὑμενώδης full of membranous substances adverbial comp ὑμενώδης full of membranous substances masc acc comp sg ὑμενώδης full of membranous substances neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμενώδει — ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem/neut dat sg ὑμενώδεϊ , ὑμενώδης full of membranous substances dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμενώδη — ὑμενώδης full of membranous substances neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
ὑμενῶδες — ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem voc sg ὑμενώδης full of membranous substances neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμενώδεα — ὑμενώδης full of membranous substances neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμενώδεις — ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem acc pl ὑμενώδης full of membranous substances masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμενωδέστερος — ὑμενώδης full of membranous substances masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)